υαλοποίηση

υαλοποίηση
[-ις (-εως)] η стекловарение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υαλοποίηση" в других словарях:

  • υαλοποίηση — η, Ν η μετατροπή μιας ύλης σε γυαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < υαλοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑαλοποίησις, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • υαλοποίηση — η η μετατροπή ύλης σε γυαλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλοποιήσιμος — η, ο, Ν [υαλοποίηση] αυτός που επιδέχεται υαλοποίηση …   Dictionary of Greek

  • σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… …   Dictionary of Greek

  • υαλοποιήσιμος — η, ο που μπορεί να υαλοποιηθεί, που επιδέχεται υαλοποίηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»